- μελανουρία
- και μελανούρηση, ηιατρ. η αποβολή μελανίνης με τα ούρα, που μπορεί να αποτελεί σύμπτωμα χαρακτηριστικό κακοήθους μελανώματος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek
μελανίνη — Φυσική χρωστική του δέρματος. Συναντάται στις τρίχες, στο δέρμα και στην ίριδα των ματιών των σπονδυλοζώων. Σχηματίζεται με οξείδωση του αμινοξέος τυροσίνη. Η μ. παράγεται από τα μελανοκύτταρα, έναν τύπο κυττάρων που βρίσκονται στην επιδερμίδα,… … Dictionary of Greek
φελλάρια — τα, Ν (αλιευτ.) κοινή ονομασία τεμαχίων φελλού για ποικίλες χρήσεις και ιδίως για να ψαρεύει κανείς μελανούρια και κεφάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φελλός + υποκορ. κατάλ. άριο (πρβλ. βιβλι άριο)] … Dictionary of Greek
μελανούρι — το ιού 1. είδος ψαριού, το μαυρόψαρο: Ψαρέψαμε μελανούρια. 2. μτφ., όμορφο μελαχρινό κορίτσι ή αγόρι: Τι μελανούρι είσαι εσύ! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)